ῥυδόν

ῥυδόν
ῥῠδόν, Adv.
A = ῥύδην, ῥυδὸν ἀφνειός abundantly rich, Od.15.426: ῥουδόν ([dialect] Lacon. ?): ῥευστικῶς, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥυδόν — abundantly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυδόν — και ῥουδόν Α επίρρ. άφθονα, με ορμητική ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν). Ο τ. ῥουδόν ῥευστικῶς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι διαλεκτικός, πιθ. λακωνικός] …   Dictionary of Greek

  • επιρρυδόν — ἐπιρρυδόν (Α) επίρρ. με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυδόν (< ρέω) «με αφθονία»] …   Dictionary of Greek

  • ρουδόν — Α επίρρ. βλ. ῥυδόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”